- σαόπτολις
- -όλιος, ὁ, ἡ, ΜΑαυτός που φυλάγει, προστατεύει και σώζει τις πόλεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + πτόλις / πόλις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek